Τα παρακάτω στοιχεία είναι απο την Εκκλησιαστική Ιστορία του Β. Στεφανίδη, Έκτη Έκδοση. Πρόκειται περί ενός πολύτιμου έργου με πάρα πολλές παραπομπές, χρονολογικούς πίνακες, και γενικά στοιχεία ΙΣΤΟΡΙΚΑ από την αρχή της εκκλησίας μέχρι τους νεότερους χρόνους (αναφέρεται και στα τρία μεγάλα χριστιανικά δόγματα). Ένα έργο που έχει αποσπάσει άριστες κριτικές. Ένα έργο στο οποίο φαίνεται ο κόπος αλλά και η επιστήμη και σοβαρότητα του Β. Στεφανίδη.
Στην σελίδα 94, αναφέρει…. «Μετά την εξαφάνισιν των χαρισματούχων (αποστόλων, ευαγγελιστών, προφητών), έμειναν οι μόνιμοι λειτουργοί εκάστης χριστιανικής κοινότητος, ητοι επίσκοπος, πρεσβύτεροι και διάκονοι, παρουσιάστηκαν όμως νέα εκκλησιαστικά υπουργήματα….».
Έτσι λίγο παρακάτω, σελίδα 95 αναφέρει…. «Εν τη Ανατολή και ιδίως εν Αιγύπτω διετηρήθη περισσότερον χρόνον ή αλλού το εκκλησιαστικό υπούργημα, οι διδάσκαλοι, οι οποίοι , ως είδομεν, επίσης εκυμαίνοντο μεταξύ χαρισματούχων και μονίμων λειτουργών, βαθμηδόν δε εγκατεστάθησαν εις ορισμένας κοινότητας…Ένεκα της ενασχολήσεως αυτών μετα θείων μελετών εθεωρούντο, οτι είχον θείον πνεύμα και θείαν γνώσιν, και ωνομάζοντο πνευματικοί και γνωστικοί. Περί αυτών ομιλούσι Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης…Επειδή οι εκκλησιαστικοί γνωστικοί και πνευματικοί, αν μάλιστα είχον ιερατικόν βαθμόν, ήσκουν την εξομολόγησιν, το όνομα πνευματικός έλαβε την σημασίαν του εξομολογητού, την οποία μέχρι σήμερον διετήρησε».
Ένας ακόμη λόγος που συντέλεσε στη διαμόρφωση αξιωμάτων ήταν και η αριθμητική αύξηση της εκκλησίας. Στην σελίδα 97 αναφέρει…. «Ηυξήθη ο αριθμός των επισκόπων. Χριστιανικαί κοινότητες πόλεων, αι οποίαι μέχρι τούδε δεν είχον επισκόπους, εφρόντισαν να αποκτήσωσι τοιούτους…Εφόσον ηύξανε η χριστιανική κοινότης, εσχηματίζοντο περισσότεραι εκκλησιαστικαί συναθροίσεις (ενορίαι) με ιδιαίτερους πρεσβυτέρους και διακόνους, οι οποίοι εξηρτώντο εκ του ενός και του αυτού επισκόπου….».
Έτσι, για κάποιο χρονικό διάστημα, εμφανίστηκε ένα ιδιαίτερο είδος επισκόπου, ο ‘’χωροεπίσκοπος’’ ο οποίος είχε άμεση εξάρτηση απο τον επίσκοπο. Αυτό δημιούργησε έριδες, και έτσι (πρός όφελος της εκκλησίας) καταργήθηκε.
Στην σελ 98 διαβάζουμε…. «Αλλ’ο θεσμός των χωροεπισκόπων δεν ητο τόσο θεμελιώδης και απαραίτητος, όπως ο των πρεσβυτέρων, δια τούτο απεφασίσθη ριζική θεραπεία. Η καταπολέμισης αυτού άρχεται βαθμηδόν εντός της γ΄εκατονταετηρίδος…Οι χωροεπίσκοποι βαθμηδόν εξέλιπον, αντικατασταθέντες υπο πρεσβυτέρων….».
«Η γειτνίασις των επισκόπων συνετέλεσε εις την ανάπτυξιν της εκκλησιαστικής διοργανώσεως….Οσάκις παρουσιάζοντο ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, συνεκαλούντο επαρχιακαί σύνοδοι…Μετά των επαρχιακών συνόδων διεμορφώθει και το μητροπολιτικόν αξίωμα. Διότι οι επαρχιακαί σύνοδοι συνήρχοντο εις την πρωτεύουσα της επαρχίας, η οποία ητο η μεγαλυτέρα και σπουδαιοτέρα πόλις όλων των άλλων, πρόεδρος των επαρχιακών συνόδων ητο ο επίσκοπος της πρωτευούσης της επαρχίας…». (σελίδα 99)
Ενώ στην επόμενη αναφέρει…. «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325) ώρισε ακριβέστερον τα της επαρχιακής ή μητροπολιτικής διοργανώσεως και επέβαλε αυτήν παντού. Η διοργάνωσις αύτη απετέλει προσαρμογήν της εκκλησιαστικής διοργανώσεως προς την πολιτικήν διοργάνωσιν….Το όνομα μητροπολίτης απαντά πρώτη φορά εν τω 4ω κανόνι της μνημονευθείσης συνόδου…».
Για τον τίτλο αρχιεπίσκοπος, ο Στεφανίδης στην σελίδα 279 αναφέρει τα επόμενα…. «Οτε προέκυψε το μητροπολιτικόν αξίωμα (την γ εκατονταετηρίδα), είχεν ήδη αρχίσει και άλλο εκκλησιαστικό αξίωμα, ανώτερον του μητροπολιτικού, αλλ’η τελεία διαμόρφωσις επήλθεν μετά τον Μ. Κωνσταντίνον. Το αξίωμα τούτο κατ’αρχάς δεν είχε ιδιαίτερον όνομα, αλλα πιθανώς από της δ΄εκατονταετηρίδος απέκτησε το όνομα έξαρχος (Σύνοδος Αντιοχείας 445, Mansi, 7,348, Δ Οικουμενική Σύνοδος 451, κανών 9 και 17) ή αρχιεπίσκοπος εν τη ευρυτέρα εννοία (Γ Οικουμενική Σύνοδος 431, Σύνοδος Κων/πόλεως 448, Δ Οικουμενική Σύνοδος 451, Mansi ,τόμος 41, στήλη 1124,1128,1138, τόμος 6, στήλη 652,658 και πολλαχού)».
Ενώ για τον πατριάρχη, αναφέρει στην σελίδα 282…. «Δια τους πραγματικούς εξάρχους καθιερώθηκε το όνομα πατριάρχης. Το όνομα τούτο αρχικώς είχε γενικωτέραν σημασίαν, αποδιδόμενον εις σεβάσμιους επισκόπους, αλλά βαθμηδόν περιωρίσθη εις την σημασίαν, την οποία είχε μέχρι σήμερον. Ο βαθμιαίος ούτος περιορισμός έγινεν από της ε΄μέχρι της ζ΄εκατονταετηρίδος».
Τιμητικαί διακρίσεις κληρικών
«Εκ των διακόνων διεκρίθη ο αρχιδιάκονος περί το 300. Τα αρχαιότερα και γνωστότερα παραδείγματα, ο Καικιλιανός, αρχιδιάκονος του Καρχηδόνος Μενσουρίου (307), βραδύτερον ο Ευάγριος ο Ποντικός, αρχιδιάκονος του Κων/πόλεως Γρηγορίου Νανζιαζηνού….Εκ των πρεσβυτέρων διεκρίθη ο αρχιπρεσβύτερος ή πρωτοπρεσβύτερος περί το 400 (Σωκράτους Εκκλησιαστική Ιστορία 6,9)……Ο τίτλος αρχιμανδρίτης ευθύς εξ αρχής , εν τη γενέση αυτού, έλαβεν ήδη την ανωτέραν αυτού μορφήν , ητοι την σημασίαν του αρχηγού πολλών μοναστηριών. Διότι οι πρώτοι ιδρυταί μοναστηρίων συνήθως ίδρυον περισσοτέρα του ενός μοναστήρια…..Εν ταις Νεαραίς του Μ. Ιουστινιανού, ο μεν προιστάμενος ενός μοναστηριού ονομάζεται κατά κανόνα ηγούμενος, αρχιμανδρίτης δε ονομάζεται ο έχων την εποπτείαν πολλών μοναστηριών….Τέλος το αρχιμανδρίτης κατέστη απλούς τιμητικός τίτλος αγάμων κληρικών των επισκόπων, όχι βεβαίως με την σημασίαν του ηγουμένου μοναστηριού, αλλά του επιθεωρητού των μοναστηριών…..Περί το 400 παρουσιάσθη ο σύγκελλος (συν-κέλλα, κελλίον), συγκάτοικος του επισκόπου, συνδιαιτώμενος μετ’ αυτού και συσκεπτόμενος περί των εκκλησιαστικών υποθέσεων.»
(Σελ. 455-456).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου