Τα παρακάτω, είναι απόσπασμα εργασίας που μου έστειλε χριστιανός.
Η Εκκλησιαστική γραμματεία είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς τον εσχατολογικό και συνάμα ιστορικό χαρακτήρα του ρόλου της Θεοτόκου, πάντοτε εν αναφορά ως προς το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού (59). Δια της σαρκώσεως του Λόγου και της προσλήψεως της ανθρώπινης φύσεως″σπορά γέγονε της οικίας σαρκός” (60) και δύναται να θεμελιωθεί επί μιας νέας οντολογικής βάσεως η κατακόρυφη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού διότι εκ της καινής πλέον καταστάσεως γίνεται εκ νέου ο άνθρωπος μέτοχος της ιδιαιτέρας θεοποιού κοινωνίας και χάριτος του Θεού δυνάμενος να έλθει πλέον στην κατάσταση μεθέξεως (61α) και προσωπικής επικοινωνίας (61β) που είχε πριν από την πτώση. Η μεγαλύτερη δωρεά του Θεού απέναντι στον άνθρωπο είναι η αθανασία η οποία τον καθιστά απρόσβλητο από τον θάνατο (62) ο οποίος δεν έχει ουδεμία εξουσία έναντι του ανθρώπου μετά την Ανάσταση αλλά και η επαναφορά του αρχαίου κάλλους. Η προλεχθείσα όμως δωρεά απαιτεί την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως από τον Θεό ακριβώς για κανέναν άλλο λόγο ειμή μόνον την θεραπεία της και την ανακαίνισή της.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως και η συνεργία του Θεού καθίσταται αναγκαία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο διότι η γη δεν μπορεί να αναπλάσσει τον δεύτερο Αδάμ όπως ακριβώς δεν μπόρεσε να πλάσει τον πρώτο Αδάμ χωρίς την συνεργία του Θεού παρότι αποτελεί μέρος της (63).
Το έργο αυτό ανέλαβε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος αφήνοντας ένα ερωτηματικό διατί ο Υιός εσαρκώθη και ουχί ετέρα της Τριάδος υπόστασις; όχι μόνον σε εμάς αλλά και στο Μέγα Φώτιο ο οποίος διερωτώμενος δίνει την απάντηση (64). Ο Θεός εσπλαγχνίσθη το δημιούργημά του θέλοντας να το σώσει. Βασική προϋπόθεση του σχεδίου της ενανθρωπήσεως του Λόγου αλλά καί της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η ελεύθερη συγκατάθεση καθότι «βουλομένων εστί σωτηρία και ουχί αναγκαζομένων». Έπρεπε όμως από την πλευρά του ανθρώπου να βρεθεί το κατάλληλο φύραμα που θα αναλάμβανε ο Υιός του Θεού εν όψει του σχεδίου της ενανθρωπήσεώς Του αλλά και η ανθρώπινη φύση που θα προσλάμβανε έπρεπε να ήταν άνευ του προπατορικού ρύπου ακριβώς όπως αυτή των πρωτοπλάστων (65). Εδώ η διδασκαλία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν δέχεται ότι η Θεοτόκος εγεννήθη άνευ του προπατορικού ρύπου ούτως ώστε κατά τήν ενσάρκωση ο Υιός να μην προσλάβει το προπατορικό αμάρτημα, παρότι αυτή ακριβώς η θέση απετέλεσε μέρος των νεοφανών δογμάτων της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας όταν στις 8 Δεκ 1854 ο πάπας Πίος Θ διακήρυξε σε δόγμα (66) την άσπιλη σύλληψη της Παρθένου από την αγία Άννα, που σύμφωνα με αυτήν η Παρθένος διατηρήθηκε από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της με θεία και ανεπανάληπτη δωρεά καθαρή από την προπατορική αμαρτία. Η αντίληψη αυτή απάδει της πατερικής παραδόσεως διότι πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο αλλά και της Αγίας Γραφής, επιφέρουσα συγχρόνως επιπτώσεις, προσβάλλοντας την μοναδικότητα και το απόλυτον της αναμαρτησίας του Κυρίου αλλά και την σταθερή πίστη της Εκκλησίας ότι μόνον με το Απολυτρωτικό έργο του Ιησού απαλλάσσεται ο άνθρωπος από την αμαρτία αναβαθμίζοντας συγχρόνως τον ρόλο της Μαρίας κάνοντάς την συλλυτρώτρια. Εμείς αντιθέτως πιστεύουμε ότι η Παρθένος εγεννήθη υπό τον ρύπον του προπατορικού αμαρτήματος (67) ,έχουσα εν δυνάμει την αμαρτία και όχι βέβαια με κατ’ ευδοκίαν άσπιλον σύλληψη, αλλά εκκαθαρίσθη κατά την διάρκεια της ζωής της.
Ως προς τον χρόνο όμως οι απόψεις των πατέρων διΐστανται χωρίς ωστόσο να πλήττουν την αλήθεια. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει ότι η διαδικασία του καθαρμού άρχισε με την είσοδο της Θεοτόκου εις τον Ναόν (68). Έτεροι πατέρες τοποθετούν τον καθαρισμό της Παρθένου στην Γέννηση, στον Ευαγγελισμό, στην Είσοδό της εις τον Ναόν, άλλοι κατά την σταυρική θυσία και άλλοι κατά την Πεντηκοστή (69). Η Θεοτόκος υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει όχι μόνον επειδή απηλλάγη από το προπατορικό αμάρτημα αλλά και επειδή ,έλαβε το εξαίρετο δώρο μετά την έλευση του Αγίου Πνεύματος του « μη αμαρτάνειν επειδή προωρίσθη επί μεγάλω και εξαιρέτω τέλει...καντεύθεν λέγομεν αμαρτίας ιδίας μη πεποιηκυίαν ως παρά θεού τοιούτον δώρον λαβούσαν (70)» θέμα το οποίο θα αναλύσουμε στα επόμενα κεφάλαια της παρούσας εργασίας.
Εκ των ανωτέρω αλλά και από τις προτυπώσεις και προρρήσεις στην Παλαιά Διαθήκη φαίνεται ότι η εκλογή του προσώπου της Παρθένου είχε γίνει προ των αιώνων. Πρέπει να πούμε εδώ ότι σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ο αρχικός σκοπός του Θεού περί του τρόπου πολλαπλασιασμού του ανθρωπίνου γένους «ην το μη δια του γάμου γεννάσθαι ημάς εκ φθοράς η δε παράβασις της εντολής τον γάμον εισήγαγε (71)» αλλά και κατά τον Μ. Βασίλειο που λέγει ότι η θεότης του σαρκωθέντος Λόγου καθιστά επιβεβλημένην άπαξ τήν άνευ σποράς σάρκωσιν του Θεού Λόγου εν τή αειπαρθένω θεοτόκω η οποία εκυοφόρησεν τον σαρκωθέντα Λόγον καταστάντα εκ τούτου Θεάνθρωπον δια της προ τούτο ιδαιτέρας δυνάμεως του Κυρίου (72). Όπως αναφέραμε και πριν χρειαζόταν η συγκατάθεση, του έστω οριζομένου εκ των προτέρων μη προοριζομένου όμως, καθότι ο Θεός ουδέποτε προορίζει, προσώπου της Παρθένου. Προς τούτο απέστειλε ο Κύριος τον Αρχάγγελον Γαβριήλ που από τον γνωστό διάλογο πήρε την συγκατάθεση της Μαρίας με την περίφημη φράση «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου», όπου από εκείνη την στιγμή λαμβάνει χώρα η σύλληψη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Το γεγονός συντελείται υπό της Αγίας Τριάδος δηλ της δυνάμεως του Πατρός, της συνεργίας του σαρκουμένου Υιού και της συνεργίας του Αγίου Πνεύματος. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εκφράζει δια θαυμασμού ότι «ούτε η Παρθένος έπαθεν ούτε το πνεύμα εμειώθη ούτε η δύναμις του Υψίστου απεμερίσθη (73)».
Αλλά και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής συμφωνεί ότι έγινε υπέρβαση της γενετήσιας λειτουργίας (74). Εντύπωση μας κάνει εδώ η σιωπή του Ιερού Χρυσοστόμου περί του τρόπου της σαρκώσεως του Λόγου που αποτελεί καταπέλτη ενάντια στους κατ’ ασέβειαν περιέργους (75) αλλά και σε κάθε επιπόλαια προσέγγιση του γεγονότος.
Ο τρόπος σύλληψης του Ιησού δεν αποσκοπεί στην καταδίκη του τρόπου αναπαραγωγής του ανθρωπίνου γένους δια του σπέρματος, ούτε κινείται ενάντια στην γενετήσια λειτουργία διότι και η δεύτερη είναι εκ Θεού δοσμένη επισυμβάσα πλέον ως αναγκαίος τρόπος πολλαπλασιασμού κατόπιν της παραβάσεως του θελήματος του Θεού εκ των πρωτοπλάστων δια του προπατορικού αμαρτήματος.
Αντιθέτως σκοπό έχει να εξάρει το γεγονός του τρόπου συλλήψεως, ούτως ώστε να φανεί η υγιής καινή φύση του Ιησού ως δευτέρου Αδάμ έναντι της πρώτης αρρωστημένης φύσεως του πρώτου Αδάμ και των εν συνεχεία φερόντων τον ρύπον του προπατορικού αμαρτήματος, όχι βεβαίως υπό την έννοια της προσωπικής ενοχής αλλά υπό την έννοια της μεταδόσεως των επιπτώσεων σε όλους τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή όλοι προερχόμεθα από τους πρωτοπλάστους (76). Η δυνατότητα της ασπόρου συλλήψεως υπάρχει εδώ όχι μόνον επειδή έγινε εκ Πνεύματος Αγίου αλλά και επειδή η Παρθένος επανέφερε την απωλεσθείσα παρθενική κατάσταση της Εύας στη γη που ως οντολογική διάσταση καθιστά την Παρθένο υποψήφια να γίνει Χώρα του Αχωρήτου.Ωστόσο η παρθενία δεν αποτελεί μία σωματική μόνον κατάσταση, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω, αλλά είναι απόρροια της πνευματικής καταστάσεως που χωρίς αυτήν καμία αξία δεν θα είχε στο σχέδιο του Θεού(77).
Το αποτέλεσμα αυτών είναι η γέννηση άνευ σποράς, ρεύσεως, ηδονής και οδύνης εν τω τόκω αφήνοντας την Μαρία πάλι άφθορη και σώα μετά την γέννηση, όπως ακριβώς έμεινε ο Αδάμ μετά την δημιουργία της Εύας που τώρα έγινε Μήτηρ και Παρθένος (78).
Η ανταπόκριση της Θεοτόκου στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας έχει ως απόρροια την ευδοκία του Πατρός, η οποία αντανακλά σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος δίδοντας την δυνατότητα στον καθένα, εάν θελήσει φυσικά, να αποδεχθεί το Απολυτρωτικό έργο του Ιησού τοποθετώντάς το στην ζωή του ώστε να γίνει μέτοχος της Νέας εν Χριστώ ζωής. Όπως ακριβώς η Εύα, που δια της παρακοής του Θείου θελήματος έγινε η αιτία να εισέλθη δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία στον κόσμο με αποτέλεσμα τον θάνατο του ανθρωπίνου γένους, έτσι ακριβώς η Θεοτόκος δια της υπακοής της έγινε η αιτία της σωτηρίας μας φέρουσα στον κόσμο τον Λυτρωτή των ανθρώπων από τον θάνατο. Ο ρόλος της και η προσφορά της δεν σταματούν στην ενσάρκωση αλλά συνεχίζει όπως θα δούμε να πρεσβεύει υπέρ πάντων ημών.
Υποσημειώσεις
59] Χριστοφόρου Κοντάκη, Η διδασκαλία των πατέρων περί της Υπεραγίας Θεοτόκου και της οφειλομένης προς Αυτήν τιμής, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 319. «Εφ όσον η θέωσις του ανθρώπου τελειούται εις την χριστιανικήν εσχατολογίαν δια της ενώσεώς του μετά του Θεού, ο φωτισμός του νου της Θεοτόκου διήρκεσεν όχι μόνον καθ’ όλην την επείγιον ζωήν Της αλλ’ εξακολουθεί διαρκών και επεκτεινόμενος αιωνίως».
60] Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών,PG 91,1037Α.
61α] Χριστοφόρου Κοντάκη, Αι προυποθέσεις και η τελείωσις του Απολυτρωτικού έργου του Κυρίου, πρόλογος ομοτίμου καθηγητού Θεολογικής Σχολής Αντωνίου Παπαδοπούλου,Θεσσαλονίκη 2003. «Ο όρος αμεθεξία εδώ σημαίνει ότι ενώ ο άθεος, ο άπιστος, ο εχθρός του Θεού και του Κυρίου θα δουν τον Υιό του Θεού τον Κύριο καθήμενον εκ δεξιών της Μεγάλης Δυνάμεως δηλ. του Πατρός και θα αναγνωρίσουν αυτό που αρνήθηκαν να πιστεύσουν δεν θα έχουν την μέθεξη της χάριτος, όχι γιατί ο Θεός τιμωρεί, αλλά γιατί ο άνθρωπος με την δική του βούληση και θέληση στέρησε τον εαυτό του της μεθέξεως, της λαμπρότητας του Θεού».
61β]Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός,Θεσσαλονίκη 2001, σελ.533.
62] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός, 8, PG 45,36Β. Θάνατος κατά την χριστιανική διδασκαλία δεν είναι ένα απλό βιολογικό γεγονός και μόνον. Είναι ο χωρισμός της ψυχής από την αληθινή ζωή, τον Θεόν.
63] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,PG 56,388. «Ώσπερ γαρ παρά την πρώτην πλάσιν αδύνατον ην συνεστάναι τον άνθρωπον ,πριν η τον πηλόν εις τας χείρας αυτού ελθείν · ούτω και το φθαρέν σκεύος αδύνατον μεταποιηθήναι, ει μη γέγονεν ένδυμα του ποιήσαντος».
64] Μέγα Φωτίου, Αμφιλόχια 187, PG 101,1280ΒC. «Τον δημιουργόν έδει συντριβέν το δημιούργημα ουκ άλλον αλλ αυτόν αναπλάσαι ει δ άλλος μεν έπλασεν άλλος δ’ αναπλάττει ο μεν πλάσας είχεν ουκ έχει ο δε ο αναπλάσας χαρίζεται τούτο μη έχειν τον πλάσαντα η του ετέρου χρεία. Υιός συμπάρεστι και ο Πατήρ και το Πνεύμα. Αναπλάττει πάλιν ο Υιός ευδοκεί και συνεργεί τη αναπλάσει και ο Πατήρ και το Πνεύμα».
65] Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον,2, PG6,1093Β-1096Β. «Ο Κύριος δεν εγεννήθη υπό το κράτος του θανάτου. Όπως και στους πρωτοπλάστους ούτω και η προ της αναστάσεως ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν ήτο ούτε άφθαρτος ούτε υπό το κράτος του θανάτου. Δια τούτο ο Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ. Τούτο βεβαίως καθ’ όσον ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον δεκτικόν του θανάτου η της αθανασίας επομένως δε ούτε θνητόν ούτε αθάνατον». Βλέπε περισσότερα παρά Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4,22, PG 94,1200C «σάρκα μεν ανέλαβεν αμαρτίαν δ’ ουδαμώς».
66] Δημητρίου Τσάμη, Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 63.
67] Μ.Βασιλείου, Ασκητικαί διατάξεις,4,1, PG31,1348C.«.. μη δύνασθε άνθρωπον καθαρόν ευρεθήναι από ρύπου μηδέ εάν μία ημέρα η της γεννήσεως αυτού». Αλλά καιΡωμ 5,12 «Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν εφ’ ω πάντες ήμαρτον».
68] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως,4,14, PG94,1160Α.
69] Χριστοφόρου Κοντάκη, Η διδασκαλία των πατέρων περί της Υπεραγίας Θεοτόκου και της οφειλομένης προς Αυτήν τιμής, Θεσσαλονίκη 1999,σελ.161.
70] Χριστοφόρου Κοντάκη, ένθ’ ανωτ., σελ. 159.
71]Μαξίμου, Ομολογητού,Πεύσεις και αποκρίσεις, PG90,788.
72] Χριστοφόρου Κοντάκη, Αι προυποθέσεις και η τελείωσις του Απολυτρωτικού έργου του Κυρίου, Θεσσαλονίκη 2003,σελ. 41.
73] Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου, Λόγος Β ,PG 45,492.
74]Μαξίμου Ομολογητού, Εις το Πάτερ ημών,PG 90,880Β. Η άνευ σπέρματος σύλληψις του Ιησού υπερβαίνει την ανθρωπίνην γενετήσιον λειτουργίαν. Δια του ενανθρωπήσαντος επιβεβαιούται η έναρξις της καινής και ατελευτήτου βασιλείας ως εκφράζεται υπό του Ευαγγελιστού Ματθαίου, βλ Μτθ 22,30 «εν γαρ τη Αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται αλλ’ ως άγγελοι εν τω ουρανώ εισίν». Η άνευ σπέρματος σύλληψις συμβολίζει την καινήν λειτουργίαν της πνευματικής αναγεννήσεως και αναπλάσεως των ανθρώπων η οποία γίνεται «ουκ εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός αλλ εκ θεού». βλ Ιω 1,13.
75]Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,PG56,588. «Ότι μέν γαρ έτεκεν η παρθένος σήμερον οίδα και ότι εγέννησεν ο θεός αχρόνως πιστεύω τόν δε τρόπον τής γεννήσεως σιωπή τιμάν μεμάθηκα και ου δια λόγον πολυπραγμονείν παρέλαβον. Επί γαρ θεού ου δει τη φύσει των πραγμάτων προσέχειν αλλά τη δυνάμει του ενεργούντος πιστεύειν.Φύσεως γαρ εστι νόμος όταν γυνή προσομιλήσασα γάμοις τέκη όταν δε παρθένος απειρόγαμος τεκούσα πάλιν παρθένος φανείη υπέρ φύσιν το πράγμα.Το ουν κατά φύσιν ζητείσθω το δε υπέρ φύσιν σιγή τιμάσθω ουχ ως φευκτόν αλλ ως απόρρητον και σιωπή τιμάσθαι άξιον.Τι γαρ είπω η τι λαλήσω; Την τεκούσαν ορώ τον τεχθέντα βλέπω τον δε τρόπον της γεννήσεως ου συνορώ · νικάται γαρ Φύσις νικάται και τάξεως όρος όπου θεός βούλεται».
76] Ευθυμίου Στύλιου (Επισκόπου Αχελώου), Η Πρώτη,Αθήνα 1987, σελ. 197.
77] Χριστοφόρου Κοντάκη, Η διδασκαλία των πατέρων περί της Υπεραγίας Θεοτόκου και της οφειλομένης προς Αυτήν τιμής, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 119.
78] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της παναγίας Τριάδος, Αμφιλόχια, PG77,1152Α.«Μεμένηκεν γαρ αύτη Παρθένος και μετά τον τόκον ώσπερ ην και προ του τόκου και προ συλλήψεως η και δια βίου παντός αειπάρθενος άχραντός τε και ακηλίδωτος. Τοιαύτην γαρ έπρεπεν είναι την τεκούσαν Θεόν».